- ἶκανοδοσία
- ἶκανο-δοσία, ἡ, Genugtuung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ικανοδοσία — ἱκανοδοσία, ἡ (Μ) ικανοποίηση, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού λατ. όρου satisdatio < satis «ικανός, αρκετός» + datio «δόση»] … Dictionary of Greek
ἱκανοδοσίας — ἱκανοδοσίᾱς , ἱκανοδοσία satisdatio fem acc pl ἱκανοδοσίᾱς , ἱκανοδοσία satisdatio fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανοδοσίαν — ἱκανοδοσίᾱν , ἱκανοδοσία satisdatio fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)